ὀνθυλεύω
English (LSJ)
A dress with forced meat or stuffing, in cookery, τὰς τευθίδας… ὠνθύλευσα Alex.84.5:—mostly in Pass., ὠνθυλευμένος στέατι Σικελικῷ stuffed, Diph.119; ἄρνα.. ὠνθυλευμένον Id.90, cf. Alex.37, Sotad. Com.1.15: the collat. form μονθυλεύω is condemned by Phryn.334; μονθύλευσις (in pl., = αἱ περιτταὶ σκευασίαι) occurs in Poll.6.60; μονθυλευτὴ κοιλία Sch.Ar.Eq.342; and μεμονθυλευμένος is f.l. in Alex. 273.
II doctor wine, Sch.Ar.Pl.1064.
German (Pape)
[Seite 347] vgl. μονθυλεύω, u. s. ὀνθυλάζω, bezeichnet eine gewisse Zubereitung von Speisen in der Küche, wahrscheinlich unser »füllen«, »farciren«, vgl. Lob. Phryn. 356; παχὺς ὠνθυλευμένος στέατι, Diphil. bei Plut. Nic. 1; ἡ ὠνθυλευμένη τευθίς, Ath. I, 4; Suid. erklärt ὠνθυλευμένος, ὁ κοπρίας γέμων. – Auch vom Zubereiten, Verfälschen des Weines, schmieren, Schol. Ar. Plut. 1064.
Russian (Dvoretsky)
ὀνθῠλεύω: начинять, набивать (ὠνθυλευμένος στέατι Diphilus ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνθῠλεύω: μαγειρεύω, παρασκευάζω διὰ κρέατος κοπανιστοῦ ὡς παραγεμίσματος, «παραγεμίζω», τὰς τευθίδας ... ὠνθύλευσα Ἄλεξις ἐν «Ἐρετρικῷ» 1. 5· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Παθητ., ὠνθυλευμένος στέατι Σικελικῷ, παραγεμιστὸς μέ …, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 38, ἔνθα ἴδε Meineke· ἄρνα ... ὠνθυλευμένον αὐτόθι 7, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Γαλατείᾳ» 2, Σωτάδην ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 15· ― ὑπὸ Φρυνίχου μνημονεύεται ὁ παράλληλος τύπος μονθυλεύω· μεμονθυλευμένος ἀπαντᾷ παρ’ Ἀλέξιδι ἐν Ἀδήλ. 3· μονθύλευσις παρὰ τῷ Πολυδ. Ϛ΄, 60· καὶ μονθυλευτὴ κοιλία παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 342. ΙΙ. νοθεύω οἶνον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1063.
Greek Monolingual
ὀνθυλεύω και μονθυλεύω (Α)
1. παρασκευάζω έδεσμα χρησιμοποιώντας ως γέμιση κομμένο κρέας, κιμά
2. παραγεμίζω κάτι
3. νοθεύω κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. φαίνεται ότι έχει παραχθεί από αμάρτυρο προσηγορικό ὀνθύλη ή ὄνθυλος με επίθημα -υλη / -υλος (πρβλ. κανθύλη, κορδύλη, κόνδυλος). Το αρκτ. μ- του μονθυλεύω οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση της συνώνυμης λ. ματτύη «φαγητό από κοπανισμένο κρέας»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to stuff, to pad, to fill, to fill with stuffing, of food (com. IV--IIIa).
Derivatives: ὀνθυλεύσεις pl. stuffed foods (com. IV--IIIa); besides μονθυλεύω (by Phryn. 334 rejected, sch.), μονθυλεύσεις (Poll. 6, 60) id.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Expression of culinary art without etymology. We may start from a noun *ὀνθύλη, -ος like κορδύλη, κανθύλη, κρωβύλος a.o. (cf. Chantraine Form. 250 f.). Initial μ- in μονθυλεύω perhaps from ματτύη, with related meaning; less probable (Güntert Reimwortbild. 194, doubting) from μολγός sack. Furnée 246, perhaps from F. Prob. a Pre-Greek word.
Frisk Etymology German
ὀνθυλεύω: {onthuleúō}
Grammar: v.
Meaning: ‘voll-, ausstopfen, füllen, farcieren’, von Speisen,
Derivative: mit ὀνθυλεύσεις pl. farcierte Speisen (Kom. IV—IIIa); daneben μονθυλεύω (von Phryn. 334 verworfen, Sch.), μονθυλεύσεις (Poll. 6, 60) ‘d s.’
Etymology : Ausdruck der Kochkunst ohne Etymologie. Auszugehen ist von einem Nomen *ὀνθύλη, -ος wie κορδύλη, κανθύλη, κρωβύλος u.a. (vgl. Chantraine Form. 250 f.). Anl. μ- in μονθυλεύω viell. vom sinnverwandten ματτύη; weniger wahrscheinlich (Güntert Reimwortbild. 194, zögernd) von μολγός Sack.
Page 2,395