ὀπίας
English (LSJ)
(sc. τυρός), ὁ, cheese made from milk curdled with fig-juice (ὀπός), Ar.V.353 (with a pun on ὀπή); in full, τυρὸς ὀπίας E.Cyc.136, cf. Ath.14.658c; v. ὀπίζω.
German (Pape)
[Seite 356] ὁ, Käse von Milch, die man durch Feigensaft, ὀπός, zum Gerinnen gebracht hat, τυρός, Eur. Cycl. 136; Ar. Vesp. 353; vgl. Ath. XIV, 658 c.
Russian (Dvoretsky)
ὀπίᾱς: ου ὁ (sc. τυρός) (тж. ὀ. τυρός) творог, приготовленный на фиговой закваске Eur., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπίας: ἐξυπ. τυρός, ὁ, (τυρὸς γάλακτος πηχθεὶς διὰ τοῦ ὀποῦ συκῆς), Ἀριστοφ. Σφ. 353 (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ὀπή)· πλῆρες: τυρὸς ὀπίας Εὐρ. Κυκλ. 130· πρβλ. Ἀθήν. 658C· ἴδε ἐν λ. ὀπίζω.
Greek Monolingual
ὀπίας, ὁ (Α)
(με ή χωρίς τη λέξη τυρός) τυρί που παρασκευάστηκε από γάλα το οποίο έπηξε με χυμό συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός «γαλακτώδες υγρό φυτού» + επίθημα -ίας, που απαντά και σε άλλες ονομ. τροφίμων (πρβλ. βληχωνίας, πιτυρίας].
Greek Monotonic
ὀπίας: (ενν. τυρός), ὁ, τυρί από γάλα που έχει πήξει με χυμό από σύκα (ὀπός), σε Αριστοφ. (με παρηχητικό λογοπαίγνιο στο ὀπή)· ως πλήρης φράση, τυρὸς ὀπίας, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὀπίας (sc. τυρόσ) cheese from milk curdled with fig-juice (ὀπόσ), Ar. (with a pun on ὀπή); in full, τυρὸς ὀπίας Eur.