ὁρατός
English (LSJ)
ὁρατή, ὁρατόν, to be seen, visible, Hp.Praec. 14: joined with ἁπτός, Pl.Ti.28b, al.; opp. νοητός, Id.R.509d, 524c, etc.; cf. ὁρατικός. Adv. ὁρατῶς Aen.Tact.23.4, Plu.2.1029e.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
adj. verb. zu ὁράω.
Russian (Dvoretsky)
ὁρᾱτός: видимый, зримый NT: νοητὸν γένος τε καὶ ὁρατόν Plat. область умопостигаемых и область видимых вещей.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρᾱτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, συχν. παρὰ Πλάτ., κτλ., συναπτόμενον τῷ ἁπτός, Τίμ. 2Β, Πολ. 524D, κτλ.· τὰ ὁρατά, τὰ ὁρώμενα, τὰ ὑποπίπτοντα εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ὁράσεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ νοητὰ, αὐτόθι 509D· πρβλ. ὁρατικός. Ἐπίρρ. -τῶς, Πλούτ. 2. 1029Ε.
English (Strong)
from ὁράω; gazed at, i.e. (by implication) capable of being seen: visible.
English (Thayer)
ὁρατη, ὁρατόν (ὁράω), visible, open to view: neuter plural substantively, Xenophon, Plato, Theocritus, Philo; the Sept.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁρατός, -ή, -όν)
1. αυτός που γίνεται αντιληπτός με την όραση, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δει («πιστεύω εἰς ἕνα θεόν... ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων», Σύμβ. Πίστεως)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορατά
αυτά που υποπίπτουν στην αίσθηση της όρασης, σε αντιδιαστολή προς τα νοητά.
επίρρ...
ορατώς (Α ὁρατῶς)
με την όραση, με τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὁρα- του ὁρῶ + κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
ὁρᾱτός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να ιδωθεί, ορατός, σε Πλάτ. κ.λπ.
Chinese
原文音譯:ÐratÒj 何拉拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:看見的
字義溯源:注視的,可見的,能看見的;源自(εἶδον / ὁράω)*=凝視)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 能看見的(1) 西1:16