ὑπολάμπω

English (LSJ)

A shine under, ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑ. X.Mem.3.8.9; ὑ. τὰ ὄμματα καθεύδοντος, of a lion, Plu.2.670c:—Med., τέφρῃ πῦρ ὑπολαμπόμενον AP12.80 (Mel.).
II begin to shine, ὡς τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε Hdt.1.190, cf. Ael.NA8.22; ἕως ὑ. ib.10.50; ὑ. ἡ ἡμέρα Plu.Ant.49: metaph., ὑ. τὸ ἦθος ταῖς παρειαῖς Poll.2.87.

German (Pape)

[Seite 1223] darunter od. dabei glänzen, hervorglänzen; ὄσσε μετώπῳ ὑπέλαμπε Ap. Rh. 4, 1437; τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε = ὑπεφαίνετο, Her. 1, 190, wie τοῦ ἔαρος ὑπολάμψαντος 8, 130, wo die meisten mss. ἐπιλάμψαντος haben; ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει Xen. Mem. 3, 8,9. – Med. in derselben Bedeutung, δαΐδων ὑπολαμπομενάων, Il. 18, 492 u. öfter, wo jetzt δαΐδων ὕπο λαμπομενάων geschrieben wird (vgl. ὑπό); – πῦρ τέφρῃ ὑπολαμπόμενον Mel. 55 (XII, 80); Ap. Rh. 1, 1280.

French (Bailly abrégé)

1 briller sous ou à travers;
2 briller faiblement;
3 commencer à briller.
Étymologie: ὑπό, λάμπω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπολάμπω:
1 тж. med. бросать слабый свет, светить(ся) (εἰς τὰς παστάδας Xen.): τέφρῃ πῦρ ὑπολαμπόμενον Anth. тлеющий под пеплом огонь;
2 рассветать: ἡμέρα ὑπέλαμπε ἤδη Plut. уже брезжил день; τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε Her. наступала весна.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολάμπω: μέλλ. -ψω, λάμπω, κάτωθεν, λάμπω ὑποκάτω, οὐκοῦν ἐν ταῖς πρὸς μεσημβρίαν βλεπούσαις οἰκίαις τοῦ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει, τοῦ δὲ θέρους ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν καὶ τῶν στεγῶν πορευόμενος σκιὰν παρέχει; Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9· κοιμᾶται δὲ ἀκαρὲς χρόνου καὶ ὑπολάμπει τὰ ὄμματα καθεύδοντος, ἐπὶ λέοντος, Πλούτ. 2. 670C· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πῦρ τέφρῃ ὑπολαμπόμενον Ἀνθ. Παλατ. 12. 80. ΙΙ. ἀρχίζω νὰ λάμπω, ὡς τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε, ὡς τὸ ὑπεφαίνετο, Ἡρόδ. 1. 190 (πρβλ. ἐπιλάμπω), Αἰλ. π. Ζῴων 8. 22· ὑπ. ἕως αὐτόθι 10. 50· ὑπ. ἡ ἡμέρα Πλουτ. Ἀντών. 49· μεταφορ., ὑπολάμπει τὸ ἦθος ταῖς παρεῖαις Πολυδ. Β΄, 87· ― ἐν Ἰλ. Σ. 492, Ὀδ. Τ. 48., Ψ. 290 ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι: δαΐδων ὕπο λαμπομενάων.

Greek Monolingual

ὑπολάμπω ΝΜΑ λάμπω
1. λάμπω αμυδρά («τοῦ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.)
2. αρχίζω να λάμπω, να φαίνομαι.

Greek Monotonic

ὑπολάμπω: μέλ. -ψω,
I. λάμπω κάτω από, λάμπω από κάτω, σε Ξεν.· ομοίως σε Μέσ., σε Ανθ.
II. λάμπω λιγάκι, αρχίζω να λάμπω, μόλις κάνω την εμφάνισή μου, τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε, σε Ηρόδ.· ὑπολάμπει ἡ ἡμέρα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to shine under, shine in under, Xen.:—so in Mid., Anth.
II. to shine a little, begin to shine, just appear, τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε Hdt.; ὑπ. ἡ ἡμέρα Plut.