ῥηγμίν

English (LSJ)

or ῥηγμίς (neither form is found, unless [ῥηγμὶ]ν is to be restd. in IGRom.4.272.1(Elaea, cf.
A Wiener Sitzb.214(4).26)), gen.ῖνος, ἡ, sea breaking on the beach, surf (v. ῥήγνυμι B.1), ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς.. θέεσκον Il.20.229; κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῖνα βαθεῖαν τύπτετε, of the broken sea between Scylla and Charybdis, Od.12.214; with the Prep. ἐπί, it may be rendered at the sea's edge, ἐκ.. βαῖνον ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης Il.1.437, cf. Od.9.150; κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης ib.169, cf. Pi.N.5.13; ἄκραις ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἀξένου πόρου E.IT253; also λαοὶ δὲ παρὰ ῥ. θαλάσσης δίσκοισιν τέρποντο Il.2.773, cf. Od.4.449; ὅταν κυμαίνουσα ἐκβάλλῃ [ἡ θάλαττα],.. παχεῖαι καὶ σκολιαὶ γίνονται αἱ ῥ.· ὅταν δὲ γαλήνη ᾖ,.. λεπταί εἰσι καὶ εὐθεῖαι Arist.Mete.367b14.
2 metaph., ῥ. βίοιο verge of life, i.e. death, Emp.20.5; ὥσπερ ῥηγμῖνα οὖσαν ἀέρος τὴν νεφέλην Arist.Mete.367b19.
II τὰ ἀπορπύματα (fort. ἀπορρήγματα) τῆς πέτρας, Hsch.

German (Pape)

[Seite 839] od. richtiger ῥηγμίς, obwohl der nom. nicht vorzukommen scheint, gen. ῖνος, ὁ, hohes, schroffes Meeresufer, an dem die anschlagenden Wogen sich mit Getös brechen, Wogenbruch, Brandung; Hom. oft, bes. im dat. ῥηγμῖνι θαλάσσης, od. mit dem Zusatz ἁλός; den gen. u. accus. hat er nur einmal, Il. 20, 229 Od. 12, 214, in welcher letztern Stelle es von den brandenden Wogen selbst gebraucht ist; ἐπὶ ῥηγμῖνι πόντου Pind. N. 5, 13; ἀκταῖσιν ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἀξένου πόρου, Eur. I. T. 253; einzeln auch in Prosa, wie Arist. meteor. 2, 8, u. Sp: – Uebrtr., βίοιο, die Brechung oder der Rand des Lebens, d. i. der Tod, Emped. 224. – Nach Hesych. auch = ῥῆγμα, Riß, Spalte.

French (Bailly abrégé)

ῖνος (ἡ) :
ligne de brisants ; αἱ ῥηγμῖνες brisants.
Étymologie: R. Ϝραγ briser ; cf. ῥήγνυμι.

English (Autenrieth)

ῖνος (ϝρήγνῦμι): surf, breakers.

English (Slater)

ῥηγμίν shore of the sea (Φῶκος) ὃν Ψαμάθεια τίκτ' ἐπ ῥηγμῖνι πόντου (N. 5.13)

Greek Monolingual

και ῥηγμίς, -ῑνος, ή, Α
1. τόπος όπου προσκρούει και παλινδρομεί το κύμα, η ακτή («κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῑνα βαθεῖαν τύπτετε», Ομ. Οδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμῖνες
τὰ ἀπορρήγματα τῆς πέτρας»
3. φρ. «ῥηγμὶν βίοιο» — το τέλος της ζωής, ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ρήγνυμι με επίθημα -(μ)ίς, -ῖνος (πρβλ. στα-μίς: ἵστημι) ή αναλογικά προς τον τ. θίν / θίς, θινός «ακτή, παραλία»].

Greek Monotonic

ῥηγμίν: ή -μίς, -ῖνος, ὁ, θαλάσσια κύματα που σπάζουν πάνω στην ακτή, και συνεκδοχικά, η ακτή όπου σπάζουν τα κύματα, σε Όμηρ.· ἐπὶ ή παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης, στην ακροθαλασσιά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥηγμίν: или ῥηγμίς, ῖνος ἡ
1 прибой, бурное течение (ἁλός Hom.);
2 скалистый берег, прибрежный утес: παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης Hom. вдоль скалистого берега;
3 конец, предел (βίοιο Emped.).

Middle Liddell

ῥηγμίν, ορ -μίς, ῖνος, ὁ,
the sea breaking on the beach, the line of breakers, surf, Hom.; ἐπὶ or παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης by the edge of the sea, Hom.

English (Woodhouse)

surf, where waves break