copia
Latin > English
copia copiae N F :: copy
copia copia copiae N F :: plenty, abundance, supply; troops (pl.), supplies; forces; resources; wealth
copia copia copiae N F :: number/amount/quantity; sum/whole amount; means, opportunity; access, admission
Spanish > Greek
ἐκδόσιμον, γράψιμον, ἀπόγραφον, ἀντιγράφιον, ἀντιχειρόγραφον, ἀντίγραφον, ἔκμαγμα, ἀφόμοιον, ἀντίγραμμα, ἀντίγραφος, ἔκδοσις, ἔγγραφον, ἀντισύγγραφον, εἰκών, ἀφίδρυμα, εἴδωλον, ἀντιμίμημα, ἀντιμίμησις, ἀφομοίωμα, ἀποτύπωσις, ἐκμαγεῖον, ἀντίτυπον, ἀντιγραφή, ἀπότυπον