ἀφομοίωμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, resemblance, copy, Id.R.395b.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
imitación, copia τὰ μιμήματά ἐστιν ἀφομοιώματα Pl.R.395b, τὰ τῶν πάντων ἀεί τε ὄντων ... ἀφομοιώματα Pl.Ti.51a
•símil σοφιστικὸν τὸ ἀ. Phld.Rh.1.149.
German (Pape)
[Seite 413] τό, Abbildung, Ebenbild, Plat. Rep. III, 595 b.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
image faite d'après un modèle, imitation, copie.
Étymologie: ἀφομοιόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφομοίωμα: ατος τό подобие, изображение Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφομοίωμα: τό, ὁμοίωμα, ἀντίτυπον, ἀντίγραφον, Πλάτ. Πολ. 395Β. Τὸ ἐπίθ. -ωματικός, ή, όν, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 127. - Ἐπίρρ. -κῶς Πρόκλ.
Greek Monolingual
ἀφομοίωμα, το (Α)
ομοίωμα, αντίγραφο.
Greek Monotonic
ἀφομοίωμα: -ατος, τό, ομοίωμα, αντίγραφο, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[From ἀφομοιόω
a resemblance, copy, Plat.
English (Woodhouse)
(see also: ἀφομοιόω) image, likeness, portrait, representation