embrace
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἀσπάζεσθαι, V. περιπτύσσειν; (Plato also but rare P.), προσπτύσσειν (or mid.), ἀμφιβάλλειν, περιβάλλειν, ἀμπίσχειν, Ar. and P. περιλαμβάνειν.
cling to: P. and V. ἔχεσθαι; (gen.), ἀντέχεσθαι (gen.), λαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.).
clasp in one's arms: V. ὑπαγκαλίζεσθαι.
Met., embrace (opportunity, etc.): P. and V. λαμβάνω, λαμβάνειν.
embrace (the cause of some one): P. and V. φρονεῖν τά (τινος).
include: P. and V. ἔχειν, συλλαμβάνειν, P. περιέχειν, περιλαμβάνειν; see include.
so they embraced all these matters in one decree: P. διόπερ ἅπαντα ταῦτα εἰς ἓν ψήφισμα συνεσκεύεσαν (Dem. 358).
substantive
V. ἀσπάσματα, τά, ἀμφιπτυχαί, αἱ, περιπτυχαί, αἱ, P. and V. περιβολαί, αἱ (Xen.).
o sweet embrace: V. ὦ γλυκεῖα προσβολή (Euripides, Med. 1074).
lying in each other's embrace: V. ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι (Sophocles, Oedipus Coloneus 1620).