rígido
Spanish > Greek
ἀπόκροτος, αὐτοπαγής, δύσκαμπτος, δυσκαμπής, δύσλυτος, ἄτροπος, ἀστραβής, ἀστεργής, δύσεικτος, ἀνεύθυντος, ἀκαμπής, ἀπαρέγκλιτος, ἄστρεπτος, ἀδιάστροφος, ἀντίτυπος, ἄκαμπτος, ἀκατάκλαστος, ἀστραφής, αὐθέκαστος, ἀνένδοτος
ἀπόκροτος, αὐτοπαγής, δύσκαμπτος, δυσκαμπής, δύσλυτος, ἄτροπος, ἀστραβής, ἀστεργής, δύσεικτος, ἀνεύθυντος, ἀκαμπής, ἀπαρέγκλιτος, ἄστρεπτος, ἀδιάστροφος, ἀντίτυπος, ἄκαμπτος, ἀκατάκλαστος, ἀστραφής, αὐθέκαστος, ἀνένδοτος