ανάριος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
και ανάργιος –α, -ο
1. ο μη πυκνός, ο αραιός κατά τη σύσταση
2. ο τοποθετημένος σε αραιά διαστήματα
3. επίρρ. ανάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αριός < αραιός, με συνίζηση.
ΠΑΡ. αναριάζω, αναριεύω, αναριοσύνη, αναριώνω.
ΣΥΝΘ. αναριοδόντης, αναριοδουλεύω].