απαρνούμαι

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

κ. απαρνιέμαι (ΑΜ ἀπαρνοῦμαι, -έομαι)
αρνούμαι τελείως κάτι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω
νεοελλ.
φρ. «απαρνούμαι τα εγκόσμια» — περιβάλλομαι το μοναχικό ή ιερατικό σχήμα
αρχ.
δεν αποδέχομαι, αρνούμαι.