αποπατώ
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
Greek Monolingual
(-έω κ. -άω) (AM ἀποπατῶ, -άω) [[[πατώ]] (-έω)]
αποβάλλω τα περιττώματα, ενεργούμαι
αρχ.
αποχωρώ από τον δρόμο, παραμερίζω για να αφοδεύσω.