ἀπολυτρωτικός
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
ή, όν,
A for ransom, Suid. s.v. θυσία.
Spanish (DGE)
-ή, -όν propiciatorio del rescate (θυσίαι) Sud.s.u. θυσία.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που απολυτρώνει.