άλλυδις

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

ἄλλυδις επίρρ. (Α) ἄλλος
(επικός τύπος αντί ἄλλοσε)
1. σε άλλο μέρος, προς άλλο τόπο
2. στον Όμηρο μόνο με το ἄλλος, ἄλλη κ.λπ. στις φρ. «ἄλλυδις, ἄλλος», ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί
«ἄλλυδις ἄλλῃ», μια έτσι και μια αλλιώς.