ἀνάκυρτος
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
ον,
A curved upwards or backwards, Gloss.
German (Pape)
[Seite 194] aufwärts gebogen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκυρτος: -ον, ὁ κεκαμμένος πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνάκυρτος, -ον)
ο κυρτωμένος προς τα επάνω ή προς τα πίσω, καμπουρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -κυρτός < κυρτός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακυρτώνω].