ἀμοῦ
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
German (Pape)
[Seite 128] att. ἁμοῦ, irgendwo, ἁμοῦ γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοῦ: Ἀττ. ἁμοῦ, ἐπίρρ. τοῦ ἁμὸς (= τἰς), = κἄπου, ἁμοῦ γέ που, «εἰς κἄποιον μέρος» (ἐκ διορθώσεως ὑπὸ Βεκκ. ἀντὶ ἄλλου γέ που) Λυσ. 170.12: ἄλλοθι μηδὲ ἁμοῦ, εἰς κανὲν μέρος, διόλου, Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 2. 11· πρβλ. ἁμόθεν, ἁμῆ, ἁμοῖ.
French (Bailly abrégé)
att. ἁμοῦ, adv.
en quelque manière ; ἁμοῦ γέ που LYS quelque part.
Étymologie: ἀμός.
Greek Monolingual
ἁμοῡ επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ]
συνεκφέρεται με τα μόρια γέ που
«ἁμοῡ γέ που», σε κάποιο μέρος, κάπου.