αμμοδούρα

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

η και αμμουδέρα
γη αμμουδερή και άγονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αμμοδούρα προήλθε απο το ουσ. αμμούδα με παραγωγική κατάλ. -ούρα. Το -ο- του τύπου (αντί του κανονικού αμμουδούρα) αποτελεί συνδετικό φωνήεν, διότι η λέξη, λόγω τών πολλών συλλαβών της, θεωρήθηκε σύνθετη. Ο τ. αμμουδέρα προήλθε από το ουσιαστ. αμμουδάρα με επίδραση του επιθ. αμμουδερός].