βαρύφθογγος
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον,
A loud-roaring, λέων h.Ven.159, B.8.9; deep-lowing, of cows, Arist.GA787a33; β. νευρά loud-twanging bowstring, Pi.I.6(5).34; deep-toned, αὐλοί AP6.51.
German (Pape)
[Seite 435] stark, tief tönend, brüllend, λέων H. h. Ven. 160; Nic. Th. 171; νευρά Pind. I. 5, 32; αὐλοί Ep. ad. 174 (VI. 51); τρήρωνες Opp. C. 1, 352.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύφθογγος: ον,ὁ μεγάλως ἠχῶν ,ἠχηρῶς βρυχώμενος,λέων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 160· βόες Ἀριστ.π. Ζ.Γ.5.7,13·β. νευρά, ἡ μεγάλως ,ἰσχυρῶς κλάζουσα , κλαγγὴν ἐκφέρουσα, Πίνδ. Ι.6(5) .50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit un bruit sourd, qui gronde sourdement ; retentissant.
Étymologie: βαρύς, φθέγγομαι.
English (Slater)
βᾰρύφθογγος, -ον
1 with deep voice σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης (I. 6.34)
Spanish (DGE)
(βᾰρύφθογγος) -ον
de grave rugido λέων h.Ven.59, B.9.9
•de grave mugido αἱ βόες Arist.GA 787a33
•de sonido grave Gal.19.141
•de grave resonancia del arco de Heracles νευρά Pi.I.6.34, αὐλοί AP 6.51.
Greek Monolingual
βαρύφθογγος, -ον (Α)
1. αυτός που βγάζει βαρύ, δυνατά ήχο
2. «βαρύφθογγοι αὐλοί» — με βαρείς, χαμηλούς φθόγγους.