αυλίζομαι

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM αὐλίζομαι και αὐλίζω)
1. διανυκτερεύω
2. στρατοπεδεύω
νεοελλ.
χρησιμοποιώ κάποιο χώρο ως αυλή
μσν.
αὐλίζω
διαμένω, κατοικώ
αρχ.
(-ομαι)
1. είμαι, βρίσκομαι στην αυλή ή στη μάντρα
2. (για το αίμα) συσσωρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή, σε συσχετισμό με το αύλις.
ΣΥΝΘ. καταυλίζομαι
αρχ.
απαυλίζομαι εξαυλίζομαι, επαυλίζομαι, προαυλίζομαι, συναυλίζομαι.