αυλίζομαι
Greek Monolingual
(AM αὐλίζομαι και αὐλίζω)
1. διανυκτερεύω
2. στρατοπεδεύω
νεοελλ.
χρησιμοποιώ κάποιο χώρο ως αυλή
μσν.
αὐλίζω
διαμένω, κατοικώ
αρχ.
(-ομαι)
1. είμαι, βρίσκομαι στην αυλή ή στη μάντρα
2. (για το αίμα) συσσωρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή, σε συσχετισμό με το αύλις.
ΣΥΝΘ. καταυλίζομαι
αρχ.
απαυλίζομαι εξαυλίζομαι, επαυλίζομαι, προαυλίζομαι, συναυλίζομαι.