βωμολόχευμα

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολόχευμα Medium diacritics: βωμολόχευμα Low diacritics: βωμολόχευμα Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΕΥΜΑ
Transliteration A: bōmolócheuma Transliteration B: bōmolocheuma Transliteration C: vomolochevma Beta Code: bwmolo/xeuma

English (LSJ)

ατος, τό, only in pl.,

   A ribald jests, Ar.Eq.902, Pax 748.

German (Pape)

[Seite 469] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. κολάκευμα, βωμολόχα σκώμματα.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολόχευμα: τό, κολακεία, μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν σκῶμμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de moquerie bouffonne.
Étymologie: βωμολοχεύομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό bufonada Ar.Eq.902, Pax 748.

Greek Monolingual

βωμολόχευμα, το (Α) βωμολοχεύομαι
(μόνο στον πληθ.) άσεμνα αστεία, αισχρολογίες.