ἀχθοφόρος

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχθοφόρος Medium diacritics: ἀχθοφόρος Low diacritics: αχθοφόρος Capitals: ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: achthophóros Transliteration B: achthophoros Transliteration C: achthoforos Beta Code: a)xqofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing burdens, κτήνεα Hdt.7.187; ὑποζύγια D.H.1.85; μύρμηκες Ael.NA 2.25.    II as Subst., porter, Gell.5.3.2, Luc.Herod.5.

German (Pape)

[Seite 418] lasttragend, κτήνεα Her. 7, 187 u. Sp., wie Ael. H. A. 2, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθοφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων φορτία, κτήνεα Ἡρόδ. 7. 187· ὑποζύγια Διον. Ἁλ. 1. 85, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀχθοφόρος, Τουρκ. «χαμάλης», Γέλλ. 5. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des fardeaux.
Étymologie: ἄχθος, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
que lleva la carga, de anim. de carga κτήνεα Hdt.7.187, ὑποζύγια D.H.1.85, ἡμίονοι, κάμηλοι D.S.17.71, μύρμηκες οἱ ἀχθοφόροι frente a οἱ κοῦφοι Ael.NA 2.25, de vehículos ἅμαξαι frente a ἅρματα Nonn.D.4.288, ναῦς Socr.Sch.HE 7.37
de pers., gener. subst. o c. ἀνήρ cargador, mozo de cuerda Luc.Herod.5, Poll.7.130, Gal.3.267, D.C.62.6.2, Man.4.251, 443, Nonn.D.20.166, Agath.4.30.7
ref. a una sirvienta ἀχθοφόρου διὰ κόλπου en su regazo propio para la carga Nonn.D.3.85, fig. περινοστεῖτε βαρεῖς κριταὶ καὶ ἀσθενεῖς ἀχθοφόροι Ast.Am.Hom.13.4.3.

Greek Monolingual

ο (Α ἀχθοφόρος, -ον)
ο εργάτης που μεταφέρει φορτία
αρχ.
φρ. «κτήνεα ἀχθοφόρα», «ὑποζύγια ἀχθοφόρα» — ζώα που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν φορτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος + -φορος < φέρω.