βρικόλακας
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
ο και βρυκόλακας και βρυκόλαξ και βουρκόλακας και βουλκόλακας και βουρβούλακας
1. ο νεκρός που βγαίνει από τον τάφο και κακοποιεί τους ζωντανούς
2. αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα σε έρημους τόπους
3. κάποιος που φέρνει δυσάρεστες αναμνήσεις και δεν θέλουν να τον θυμούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Βρικόλακας < βουρκόλακας < (σλαβ.) vrŭkolak < velkŭ «λύκος» ή < βρίκολος < αρχ. βρίκελος «προσωπείον» ή < βουρκόλακας < βουρκόλακκος < βούρκος + λάκκος, πιθανώς παρετυμολογικά. Ο τ. βουρβούλακας < βουρβούλα «φυσαλλίδα» ή με συμφυρμό των βορβόλακας και βρικόλακας. Ο τ. βουλκόλακας < βούλκος (παράλληλος τύπος του βούρκος) + λάκκος, πιθ. με παρετυμολογία. Ο τ. βρυκόλαξ, -κες μαρτυρείται από το 1873 στον Α. Χουρμουζιάδη].