αβγατιστή
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
Greek Monolingual
η και -στης, ο αβγατίζω
1. ομαδικό παιδικό παιχνίδι, στο οποίο οι παίχτες αγωνίζονται στο άλμα αυξάνοντας διαδοχικά το μήκος και το ύψος του εμποδίου
2. άλλο παιχνίδι, κατά το οποίο οι παίχτες ορίζουν με κλήρο κάποιον από την ομάδα να σκύβει, ενώ οι υπόλοιποι πηδούν πάνω από αυτόν, που αυξάνει τρεις φορές κατά λίγα εκατοστά το ύψος του και την απόσταση απ’ όπου γίνεται το άλμα
όποιος αποτυγχάνει σκύβει αντί του πρώτου κ.ο.κ.