αμφίστομος

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίστομος, -ον)
αυτός που έχει δύο στόμια
μσν.
(για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος
αρχ.
1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω
2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες
«θυρίδες ἀμφίστομοι», για τις κηρήθρες
«λαβαὶ ἀμφίστομοι», για τα αγγεία που έχουν λαβές και από τις δύο πλευρές του στομίου
«ὄρυγμα ἀμφίστομον», υπόγεια σήραγγα, τούνελ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι- + -στομος < στόμα.