ἀμφίστομος

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίστομος Medium diacritics: ἀμφίστομος Low diacritics: αμφίστομος Capitals: ΑΜΦΙΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: amphístomos Transliteration B: amphistomos Transliteration C: amfistomos Beta Code: a)mfi/stomos

English (LSJ)

ἀμφίστομον,
A with double mouth, of the ichneumon, Eub.107.15; ὄρυγμα ἀ. tunnel, Hdt.3.60; σπήλαιον Apollod.2.5.1; λαβὰς ἀ. handles on both sides of bowl (ἑκατέρωθεν τοῦ στόματος Sch.), S.OC 473; ἀ. θυρίδες, of honeycombs, Arist.HA624a8; of fistulae, Meges ap.Orib.44.24.11.
2 two-edged, ξίφη D.S.5.33; ἕκτορες anchors with two flukes, Luc.Lex. 15.
3 of a body of soldiers, facing both ways, δύναμις, τόξις, Plb.2.28.6, 29.4, cf. Ascl.Tact.3.5, Onos.21.2; φάλαγξ Ael.Tact.37.1, Arr.Tact.29.1. Adv. ἀμφιστόμως = with λοχαγοί in front and rear, Ascl.Tact.11.3, Ael.Tact.37.2, Arr.Tact.29.2.
4 pointed at both ends, ἄκοντες Tim.Pers.176.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de la mangosta que hace uso doble de su boca ἰχνεύμων Eub.107.14.
2 de dos entradas o bocas ὄρυγμα Hdt.3.60, σπήλαιον Apollod.2.5.1, θυρίδες de los panales, Arist.HA 624a8, cf. Meges en Orib.44.21.11
fig. de doble capacidad δεῖ τὸν νοῦν ... ἀφέντα ... ἀμφίστομον ὄντα Plot.3.8.9.
3 que está a ambos lados de la boca λαβὰς ἀ. doble asa S.OC 473.
II 1de dos filos ξίφη D.S.5.33
de dos ganchos ἕκτορες Luc.Lex.15
de dos puntas, útil por ambos extremos ἄκοντες Tim.15.164.
2 de formaciones militares formado en doble frente δύναμις Plb.2.28.6, τάξις Plb.2.29.4, cf. Ascl.Tact.3.5, φάλαγξ Ascl.Tact.10.22, cf. Ael.Tact.37.1, Hsch., πλαίσιον Plu.2.979f
formación reforzada en los flancos Ascl.Tact.11.3
en vanguardia y retaguardia Arr.Tact.29.2.

German (Pape)

[Seite 144] (στόμα), 1) mit doppelter Mündung, ὄρυγμα Her. 3, 60; θυρίδες, Zellen der Bienen, Arist. H. A. 9, 40; ἀμφίστομοι λαβαὶ κρατήρων, die Griffe an den beiden Seiten an Mischkrügen, Soph. O. C. 474 (ἢ ἀμφοτέρωθεν ἐστομωμένας ἢ διὰ τὸ ἑκατέρωθεν τοῦ στόματος εἶναι ἢ πρόσωπα θηρίων ἑκατέρωθεν ἐχούσας). – 2) zweischneidig, πέλεκυς, Sp.; φάλαγξ Arr. 5, 17, 1, eine Schlachtordnung mit doppelter Front, wo die Reihen vorn u. hinten zum Angriff bereit sind; vgl. Polyaen. 1, 49, 2; τάξις Pol. 2, 28; πλινθίον Plut. Crass. 23; πλαίσιον Sol. an. 29, wonach sie quadratisch ist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à deux bouches ; ἀμφίστομοι λαβαί anses dont les ouvertures forment comme deux bouches des deux côtés du vase;
2 à deux fronts (armée).
Étymologie: ἀμφί, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίστομος:
1 имеющий выход с обеих сторон, сквозной (ὄρυγμα Her.; θυρίδες Arst.);
2 двусторонний: ἀμφίστομοι λαβαὶ κρατήρων Soph. ручки с обеих сторон чаш; ἀ. τάξις Polyb. или ἀμφίστομον πλινθίον и πλαίσιον воен. Plut. строй с двойным фронтом, преимущ. карре.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίστομος: -ον, ὁ διπλοῦν ἔχων στόμα ἐπὶ τοῦ ἰχνεύμονος, Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 15· ὄρυγμα ἀμφ., ὑπόγειος σῆραγξ, ὑπόνομος ὁδός, Ἡρόδ. 3. 60· λαβὰς ἀμφ., λαβὰς ἑκατέρωθεν τοῦ στόματος τοῦ ἀγγείου (Σχολ.), Σοφ. Ο. Κ. 473· ἀμφ. θυρίδες, περὶ τῶν κυψελίδων τοῦ μελικήρου, τῆς κηρήθρας, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 9. 2) δίστομος: ἰδίως σῶμα στρατιωτῶν ἔχον ἑκατέρωθεν μέτωπον, ἀμφίστομος φάλαγξ, «ἡ τοὺς ἡμίσεας τῶν ἐν τοῖς λόχοις ἀνδρῶν ἀπεστραμμένους ἀπὸ σφῶν ἔχουσα, ὡς ἀντινώτους εἶναι» Ἀρρ. - Ἀσκληπιοδ. Τακτ. σ. 146. 5, ἔκδ. Koechly. - ἀμφ. δύναμις, τάξις Πολύβ. 2. 28. 6., 29, 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίστομος, -ον)
αυτός που έχει δύο στόμια
μσν.
(για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος
αρχ.
1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω
2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες
«θυρίδες ἀμφίστομοι», για τις κηρήθρες
«λαβαὶ ἀμφίστομοι», για τα αγγεία που έχουν λαβές και από τις δύο πλευρές του στομίου
«ὄρυγμα ἀμφίστομον», υπόγεια σήραγγα, τούνελ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι- + -στομος < στόμα.

Greek Monotonic

ἀμφίστομος: ον (στόμα), με διπλό στόμιο, άνοιγμα, λέγεται για σήραγγα, σε Ηρόδ.· λαβαὶ ἀμφίστομοι, λαβές, χερούλια στις δύο πλευρές του στομίου του αγγείου, σε Σοφ.

Middle Liddell

στόμα
with double mouth, of a tunnel, Hdt.; λαβαὶ ἀμφίστομοι handles on both sides of the bowl, Soph.

English (Woodhouse)

with two handles

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)