βούρτσα
From LSJ
Menander, fragment 761
Greek Monolingual
η
1. απλό όργανο καθαρισμού ή στίλβωσης, το οποίο αποτελείται από ισομήκεις τρίχες ή σύρματα κατακόρυφα προσαρμοσμένα σε κατάλληλη βάση
2. φρ. «μαλλιά σαν βούρτσα» ή «μουστάκι σαν βούρτσα» — σκληρά και όρθια
3. πινέλο για βάψιμο, χρωστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στο αρχ. βύρσα (πρβλ. μσν. βυρτσίζω) ή αποτελεί δάνειο (πρβλ. ρουμ. virţa ή αλβ. vurtse ή αρχ. γερμ. burstja).