βούρτσα

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

η
1. απλό όργανο καθαρισμού ή στίλβωσης, το οποίο αποτελείται από ισομήκεις τρίχες ή σύρματα κατακόρυφα προσαρμοσμένα σε κατάλληλη βάση
2. φρ. «μαλλιά σαν βούρτσα» ή «μουστάκι σαν βούρτσα» — σκληρά και όρθια
3. πινέλο για βάψιμο, χρωστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στο αρχ. βύρσα (πρβλ. μσν. βυρτσίζω) ή αποτελεί δάνειο (πρβλ. ρουμ. virţa ή αλβ. vurtse ή αρχ. γερμ. burstja).