βωλοκόπος
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
ον,
A clod-breaking, Cratin.5.
German (Pape)
[Seite 468] Erdschollen zerschlagend, Cratin. bei St. B. v. Δωδώνη, Poll. 1, 245.
Greek (Liddell-Scott)
βωλοκόπος: -ον, ὁ συντρίβων βώλους, Κρατῖν. Ἀρχ. 6.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que trabaja la tierra, destripaterrones Δωδωναίῳ κυνί, βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς Cratin.5, cf. Poll.1.245, 10.129, Synes.Ep.125, Gloss.2.260, 3.261.
Greek Monolingual
ο (Α βωλοκόπος)
ο εργάτης ή ο γεωργός που κάνει το βωλοκόπημα
νεοελλ.
το βωλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + -κόπος < κόπτω.