αθλούμαι
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Greek Monolingual
(-έομαι) (AM ἀθλοῡμαι, ἀθλῶ, -έω)
νεοελλ.
γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμό
μσν.
αθλώ, (για τους χριστιανούς μάρτυρες) υφίσταμαι μαρτύρια, βρίσκω μαρτυρικό θάνατο για την πίστη μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου προς διάδοση του χριστιανισμού
αρχ.
1. αγωνίζομαι σε μάχη
2. είμαι αθλητής, αγωνίζομαι για βραβείο
3. μοχθώ, κοπιάζω, διεξάγω αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἆθλος.