αναλάμπω

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source

Greek Monolingual

ἀναλάμπω)
εκπέμπω λάμψη ή φλόγα, ακτινοβολώ, λάμπω
νεοελλ.
ανακτώ την προηγούμενη αίγλη μου, ακμάζω εκ νέου
αρχ.
1. αναφλέγομαι, παίρνω φωτιά, ανάβω
2. (για πόλεμο) ξεσπώ και πάλι
3. (για πρόσωπα) συνέρχομαι, αναζωογονούμαι
4. κάνω κάτι να λάμψει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λάμπω.
ΠΑΡ. ανάλαμψις
νεοελλ.
αναλαμπή].