ἀναφανδόν
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
Adv. = foreg., Il.16.178, Hdt.2.35,46, Pl.Prt.348e, etc.: poet. ἀμφανδόν Pi.P.9.41.
German (Pape)
[Seite 213] dass., Il. 16, 178; Her. 1, 46; Plat. Prot. 348 e u. öfter; auch bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφανδόν: ἐπίρρ. = τῷ προηγ., Ἰλ. Π. 178, Ἡρόδ. 2. 35, 46, Πλάτ. Πρωτ. 348Ε, κτλ.: ποιητ. ἀμφανδὸν Πινδ. ΙΙ. 9. 73.
French (Bailly abrégé)
adv.
ouvertement.
Étymologie: ἀναφαίνω, -δον.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀμφανδόν B.Fr.60.25, Pi.P.9.41
abiertamente, públicamente ὁς ῥ' ἀναφανδὸν ὄπυιε Il.16.178, cf. B.l.c., Pi.l.c., τὰ δὲ μὴ αἰσχρὰ (ἐστὶ ποιέειν χρεόν) ἀναφανδόν Hdt.2.35, cf. 46, ἀ. σεαυτὸν ὑποκηρυξάμενος εἰς πάντας τοὺς Ἕληνας Pl.Prt.348e, cf. Plb.32.5.11, Luc.Astrol.12, Syr.D.24, πῶς οὐκ ἐμήδιζον ἀναφανδόν ...; Plu.2.863f, διεχλεύαζε I.AI 15.220, cf. BI 4.165, πᾶσι γὰρ [ἐν τεκέ] εσσιν ἐμοῖς ἀ. ἐπέστης IUrb.Rom.184.10 (II d.C.), ταῦτα ... ἀ. οὕτω γιγνόμενα D.C.60.18.2
•c. εἰς: τλήτω ... εἰς ἀ. ἱκέσθαι Q.S.3.69.