άγνωστος

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄγνωστος, -η, -ον) γνωστός
1. αυτός που δεν είναι, δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει γνωστός, ο μη οικείος, ο μη γνώριμος, άδηλος, ανεξακρίβωτος
2. το ουδ. ως ουσ. το άγνωστο(ν)
αυτό που δεν μπορεί να γίνει γνωστό με τις ανθρώπινες αισθήσεις, που βρίσκεται πέρα από τα όρια της ανθρώπινης γνώσης
3. Μαθ. μέγεθος που εμφανίζεται σε κάποιο πρόβλημα το οποίο ζητά τον προσδιορισμό του, και που πρέπει να προσδιοριστεί.
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον εννοήσει, ο ακατάληπτος
2. αυτός που δεν γνωρίζει, που αγνοεί κάτι.