γυργαθός
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.145, but γύργαθος in Mss.), ὁ,
A wicker-basket, creel, Ar.Fr.217, Aen.Tact.18.6, Timo38, Luc. DMeretr.14.2; of the net woven by phalangia, Arist.HA555b10; cage for insane patients, Paul.Aeg.3.14: prov., γυργαθὸν φυσᾶν, of labour in vain, Aristaen.2.20:—also γυργαθόν, τό, BGU1092.29 (iv A. D.); cf. γεργαθός.
Spanish (DGE)
(γυργᾰθός) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): γύργαθος Sud.
• Grafía: graf. γεργ- POxy.741.5 (II d.C.)
1 cestade mimbre utilizada por los vendedores en el mercado δικῶν γε γυργαθοὺς ... φέροντες parod. cóm., Ar.Fr.226, cf. Timo SHell.812, Luc.DMeretr.14.2, POxy.l.c., para el pan, Hsch.
•gran redil o vallado de mimbre empleado para el transporte fluvial de cereales PBeatty Panop.2.251, 252 (III d.C.).
2 jaula para encerrar enfermos mentales, Paul.Aeg.3.14, Sud.
3 redecilla λεπτός Aen.Tact.18.6
•prov. γυργαθὸν φυσᾶν del trabajo hecho en vano, Aristaenet.2.20.8, cf. Sud.
4 entom. red tejida por tarántulas, Arist.HA 555b10.
• Etimología: De *γυργαρθός forma c. red. quizá rel. γέρρον q.u.
Greek Monolingual
γυργαθός, ο (Α)
1. αλιευτικό κοφίνι από ιτιά
2. ιστός της αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τεχνικός όρος με καταληκτικό επίθημα -θος (πρβλ. κάλαθος, ψίαθος«πλεξούδα από βούρλα»). Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ger- «στρέφω, τυλίγω, πλέκω» με παρέκταση σε -g- (πρβλ. γέρρον)].