γύπας
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
Spanish (DGE)
ἀζώστους, ἀνασεσυρμένους Hsch., cf. γύπωνες.
Greek Monolingual
ο (AM γύψ, Μ και γύπας)
αρπακτικό πουλί που μοιάζει με αετό, όρνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία πουλιού (πρβλ. γλαυξ, γρυψ, σκωψ). Στον τ. γυψ απαντά το θ. γυ- «οτιδήποτε κυρτωμένο, σπηλιά» (πρβλ. γύαλον) με παρέκταση σε -π-, πιθ. εξαιτίας του κυρτού ράμφους ή τών νυχιών του πουλιού].