γλυκύχυμος
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ον, = foreg., Gal.11.494;
A δίαιτα Paul.Aeg.2.15:—Subst. γλῠκῠ-χῡμία, ἡ, Gal.14.749.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύχῡμος: -ον, = γλυκύχυλος, Γαλην. 13, 42 b.
Spanish (DGE)
-ον
de dulce jugo φάρμακα Gal.11.494, δίαιτα Paul.Aeg.2.15.
Greek Monolingual
γλυκύχυμος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει γλυκό χυμό
2. (για γάλα) εύγευστος
3. (για νερό) δροσερός.