δι-
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek (Liddell-Scott)
δι-: ᾰλείφω, μέλλ. -ψω, χρίω, ἀλείφω, Ἱππ. 614. 52. ΙΙ. ἐξαλείφω, σπογγίζω, Πλούτ. Ἀράτ. 13, Ἀθην. 407C.
Greek Monolingual
(ΑΝ)
α' συνθετικό που αποτελεί με ονόματα μεν ουσιαστικά τα οποία δηλώνουν τον διπλασιασμό του β' συνθετικού, όπως δικέφαλος, δίκωπος, διώροφος, δισύλλαβος κ.λπ. (αλλά και επίθετα, όπως δισύλλαβη λέξη, δίκωπος λέμβος), με ρηματικά δε επίθετα, τών οποίων η έννοια του β' συνθετικού αποδίδεται διπλή στα ουσιαστικά στα οποία αναφέρεται, όπως (φύω) διφυής, (βάπτω) δίβαφος, (γένω) διγενής κ.λπ.