διωστήρας
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
Greek Monolingual
ο (Α διωστήρ)
νεοελλ.
ευθύγραμμη στερεά ράβδος, σύνδεσμος μεταξύ τών στοιχείων ενός μηχανισμού κατά τη μεταφορά ή τη μετατροπή μιας κίνησης
αρχ.
1. χειρουργικό εργαλείο, κοφτερή λαβίδα για να βγάζουν τα βέλη από το τραύμα
2. ξύλινος μοχλός που περνά μέσα από τους κρίκους κιβωτίου για να διευκολύνει τη μεταφορά.