εκκλησίασμα
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Greek Monolingual
το
1. εκκλησιασμός
2. το σύνολο τών εκκλησιαζομένων, αυτών που μετέχουν σε ιερή ακολουθία.