εισπήδηση

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

η
1. αιφνίδια εισβολή
2. δόλια, αντικανονική κατάληψη αξιώματος
3. η τελευταία φάση της εμβολής (το ρεσάλτο), κατά την οποία οι ναύτες πηδούν στο κατάστρωμα του εχθρικού πλοίου μετά τον παράπλευρο πλου, την προσέγγιση και την αγκίστρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εισπήδησις μαρτυρείται το 1894 από τον Εμμ. Δ. Ροΐδη στην εφημερίδα Άστυ].