αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
(AM ἐκκαίω, Α και ἐκκάω)1. καίω εντελώς, κατακαίω2. εξάπτω, διεγείρωαρχ.-μσν.ανάβωαρχ.1. προκαλώ, εντείνω την περιέργεια2. παρακινώ3. καψαλίζω4. (για δίψα) ξεραίνω, στεγνώνω.