δυσήνιος

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσήνιος Medium diacritics: δυσήνιος Low diacritics: δυσήνιος Capitals: ΔΥΣΗΝΙΟΣ
Transliteration A: dysḗnios Transliteration B: dysēnios Transliteration C: dysinios Beta Code: dush/nios

English (LSJ)

ον, (ἡνία) = foreg.,

   A refractory, Epict.Gnom.63; γυνὴ δυσήνιόν ἐστι (v.l. -άνιόν) Men.803.    B (ἀνία) = δυσάνιος, ill at ease, uneasy, Hp.Epid.3.17.ιά codd. δῠσ-ηνῐόχητος, ον, hard to hold in, ungovernable, Luc.Abd.17.

German (Pape)

[Seite 680] dasselbe, Sp.; Galen. und Hesych. von ἀνία, gleichsam δυσάνιος, sehr betrübt.

Greek (Liddell-Scott)

δυσήνιος: -ον, (ἡνία) = τῷ προηγ., ἀπειθής, δυσπειθής, γυνὴ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 259α. Β. (ἀνία) = δυσάνιος, εὐκόλως ἀνιώμενος, μικρόλυπος, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1108.

Spanish (DGE)

v. δυσάνιος.
-ον
difícil de contener con las riendas, indómito, fiero πῶλοι Epict.Gnom.63, Gr.Nyss.Virg.332.18, Ast.Am.Hom.10.18.1, ἵππος Poll.1.197, cf. Philostr.VA 1.13, Basil.Gent.9 (p.57), Chrys.M.49.21
fig. irrefrenable, incontrolable ἀποφορά Amph.Or.3.118, μακρὸν καὶ δυσήνιον τὸ πέλαγος Amph.Or.8.117
de pers. indómito, desobediente, difícil οὐκ ὀλίγην μοῖραν τῶν προσοικούντων βαρβάρων δυσπειθῆ καὶ δυσήνιον Them.Or.11.149c, παῖδες Clem.Al.Paed.1.11.96, c. dat. δ. νουθεσίαις Them.Or.34.460.

Greek Monolingual

(I)
-ια, -ιο (AM δυσήνιος, -ον)
1. (για ζώα) αυτός που δύσκολα ανέχεται χαλινάρι, ο αδάμαστος
2. απείθαρχος, ανυπότακτος.———————— (II)
δυσήνιος, -ον (Α)
ο δυσάνιος, αυτός που εύκολα πέφτει σε ανία.