εκφυσώ

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐκφυσῶ)
φυσώ προς τα έξω, ξεφυσώ, αποπνέω
μσν.
1. (για άνεμο) φυσώ
2. αναδίδω
αρχ.
1. (κυρίως για ποταμούς) εκχέω, χύνομαι, εκδηλώνω το μένος μου («ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος»)
2. διεγείρω
3. διασκορπίζω, διώχνω μακριά με φύσημα
4. εξατμίζω, εξαερώνω
5. ξεφυσώ δυνατά, ροχαλίζω
(«βαρὺν ὕπνον ἐκφυσῶν», Θεόκρ.)
ροχαλίζοντας δυνατά στον ύπνο
6. παρουσιάζομαι ξαφνικά («φλόγες... ἐκ γῆς ἀναβλύσασαι καὶ ἐκφυσήσασαι», Αριστοτ.)
7. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ἐκπεφυσημένος
φουσκωμένος, επηρμένος, αλαζόνας.