ἐκτάδιος

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτᾰδιος Medium diacritics: ἐκτάδιος Low diacritics: εκτάδιος Capitals: ΕΚΤΑΔΙΟΣ
Transliteration A: ektádios Transliteration B: ektadios Transliteration C: ektadios Beta Code: e)kta/dios

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον Opp.C.3.276 :—

   A outstretched, χλαῖναν..διπλῆν ἐκταδίην double, with ample folds, Il. 10.134 ; ἐ. ὅπλα Orph.A.359 ; οὔρεα D.P.643.

German (Pape)

[Seite 779] α, ον, auch 2. Endg., Opp. Cyn. 3, 276; ausgestreckt, ausgedehnt, χλαῖνα, ein weiter Mantel, Il. 10, 134; ἁπλοΐς Agath. 8 (V, 294); a. sp. D.; στόμα Opp. C. 1, 404; οὔρεα D. Per. 643.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτάδιος: ᾰ, η, ον, ὡσαύτως, ος, ον, μέγας, μακρός, στεινή τ’ ἐκτάδιός τε πέλει Ὀππ. Κ. 3. 276· (ἐκτείνω), χλαῖναν... διπλῆν, ἐκταδίην, «μεγάλην, ὥστε διπλῇ χρῆσθαι» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Κ. 134· ἐκτ. ὅπλα Ὀρφ. Ἀργ. 357· οὔρεα Διον. Π. 643.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
étendu ; ample (vêtement).
Étymologie: ἐκτείνω.

English (Autenrieth)

3 (τείνω): broad; ‘with ample folds,’ χλαῖνα, Il. 10.134†.

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Prosodia: [-ᾰ-]

• Morfología: [-ος, -ον Opp.C.1.411, 3.276]
I ref. a la extensión
1 amplio, cumplido de prendas de ropa χλαῖναν ... διπλῆν ἐκταδίην dud. un manto doble cumplido, Il.10.134, ἔσκεπε τὴν κούρην ἁπλοῒς ἐκταδίη cubría a la muchacha un amplio manto sencillo, AP 5.294 (Agath.).
2 en toda su longitud ἔντερον οἰὸς ... ἧκε καθ' ὕδωρ ἐκτάδιον echó al agua una tripa de oveja en toda su longitud Opp.H.4.453.
II 1ref. a la posición, de cosas extendido καλύπτρη de una piel de vaca, Nonn.D.5.20, ὅπλα Orph.A.359
de pers. tendido Μαρίη Nonn.Par.Eu.Io.12.3
de partes del cuerpo tenso, estirado, en tensión ἐκταδίην ἔθλιψε ῥάχιν se lastimó el espinazo de mantenerlo tenso por estar cabizbajo, Nonn.D.7.26, ἐκταδίην πτύχα μηρῶν con el ángulo de sus muslos en tensión Nonn.D.19.272, cf. 77.
2 ref. a la forma alargado στόμα Opp.C.1.404, οὐρή Opp.C.1.411, de una hiena, Opp.C.3.276, del lenguado, Marc.Sid.18
ref. a la duración prolongado δρόμος Opp.C.4.440.

Greek Monolingual

ἐκτάδιος, -η, -ον και ἐκτάδιος, -ον (Α)
αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» — στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται διπλός, Ιλ. Κ
β. «ἐκτάδια ὅπλα» — τα μακριά όπλα, Ορφ. Αργ.
γ. «ἐκτάδια οὔρεα» — όρη μακριά, με μεγάλη έκταση, Δίον. Περιηγ.).