εναπόκειμαι

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1

Greek Monolingual

(AM ἐναπόκειμαι)
νεοελλ.
απρόσ.
1. ἐναπόκειται
βρίσκεται στη διάθεση, στην εξουσία κάποιου, εξαρτάται από κάποιον ή κάτι
2. είναι χρέος, είναι υποχρέωση κάποιου, ανήκει σε κάποιον, είναι υποχρεωμένος να...
μσν.
αποθηκεύομαι, αποταμιεύομαι, σοδιάζομαι
αρχ.
απόκειμαι σ' έναν τόπο («πηγὰς ἐναποκεῑσθαι τοῑς τόποις», Πλούτ.).