ελιγμός
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
ο (Α ἑλιγμός)
1. στροφή, στρίψιμο
2. περιστροφική κίνηση
νεοελλ.
1. κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος για την επίτευξη τακτικού σκοπού
2. έμμεση προσέγγιση ορισμένου σκοπού με περιστροφές
αρχ.
1. συστροφή οργάνων
2. δέσιμο κόμπου.