οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
ο, Ν
1. θετός γιος
2. νεαρός υπάλληλος
3. (στην τουρκοκρατία) έμπιστος ακόλουθος αρματολού ή αρχηγού τών κλεφτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + γιος].