αβδέλλα

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures

Source

Greek Monolingual

η
1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα)
2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες περιοχές, η ηπατική διστομίαση (κν. κλαπάτσα)
3. μτφ. φορτικός, ενοχλητικός
«μού έγινε (α)βδέλλα»
4. σιδερένιο έλασμα για τη σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου (κν. αβδέλλι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βδέλλα. Το αρχικό α- δημιουργήθηκε από τη συνεκφορά: μια βδέλλα, μιαβδέλλα.
ΠΑΡ. αβδελλάδικο, αβδέλλας, αβδελλιάζω, αβδελλίτσα, αβδελλόπουλο, αβδελλώνω.
ΣΥΝΘ. αβδελλόχορτο, αβδελλοκόκκαλο].