ἐνστάτης
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A adversary, S.Aj.104, Ael.Fr.248.
German (Pape)
[Seite 852] ὁ, Gegner, Widersacher, Soph. Ai. 104 u. Sp., bes. der Gegner im Proceß.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ἀντίπαλος, ἐχθρός, Σοφ. Αἴ. 104, Αἰλ. παρὰ Σουΐδᾳ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
litt. qui se dresse contre, qui barre le chemin ; adversaire, ennemi.
Étymologie: ἐνίστημι.
Spanish (DGE)
-ου
• Prosodia: [-ᾰ-]
adverso, contrario, hostil ὁ τῷ οἴκῳ αὐτῷ γεγενημένος ἐ. δαίμων Ael.Fr.23, cf. 246, ὁ δῆμος παρῆν ... ἐ. καὶ ἐναγώνιος Synes.Ep.66 (p.107.1)
•subst. ὁ ἐ. rival, enemigo Ὀδυσσέα τὸν σὸν ἐνστάτην λέγω S.Ai.104.
Greek Monolingual
ἐνστάτης, ο (Α) ενίστημι
1. αντίπαλος, εχθρός
2. (για αντίδικους) αυτός που υποβάλλει συνεχώς ενστάσεις.