αγρίμι

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

το (Μ ἀγρίμιν)
1. κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση
2. αίγαγρος, αγριοκάτσικο
νεοελλ.
1. το αγρευόμενο ζώο, το θήραμα
2. άγριο πτηνό
3. άνθρωπος δύστροπος, ατίθασος, ανυπότακτος ή ακοινώνητος, απολίτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. 1.< μσν. ἀγρίμαιον, με συνίζηση του πληθ. ἀγρίμαια, αγρίμια και με αντίστροφο σχηματισμό του ενικού κατά το σχήμα καλάμια - καλάμι, θαλάμια - θαλάμι κ.λπ.
2. Κατά τον Ανδριώτη, < μσν. ἀγρίμιν < ἀγριμαῖον, ουδ. του μτγν. επιθ. ἀγριμαῖος.