Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
ἁγνεύω (AM)
διατηρώ τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, απέχω από κάτι
αρχ.
1. θεωρώ κάτι αναπόσπαστο από την αγνότητα, του δίνω θρησκευτική υπόσταση
2. απόλ. είμαι αγνός, καθαρός
3. εξαγνίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεία, ἅγνευμα, ἁγνευτήριον, ἁγνευτικός.