αδέκαστος
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδέκαστος, -ον) δεκάζω
1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του
2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο
τιμιότητα, ακεραιότητα («το αδέκαστο του χαρακτήρα»).